- κυστεορραγία
- ηιατρ. αιμορραγία τής ουροδόχου κύστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystorragie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + -rragie < -ρραγία < -ρραγής < θ. ραγ- τού ῥήγνυμι (πρβλ. ἐ-ρράγ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.